- κωμῳδῷ
- κωμῳδόςsinger in themasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… … Dictionary of Greek
κωμῳδῶ — κωμῳδέω treat after the manner of pres subj act 1st sg (attic epic doric) κωμῳδέω treat after the manner of pres ind act 1st sg (attic epic doric) κωμῳδός singer in the masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακωμώδητος — η, ο (Α ἀκωμῴδητος, ον) [κωμῳδῶ] αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, ο αγελοιοποίητος … Dictionary of Greek
ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω … Dictionary of Greek
επικωμωδώ — ἐπικωμῳδῶ, έω (Α) [κωμῳδώ] διακωμωδώ, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
κωμωδεύω — και κουμουδεύω (Μ) διακωμωδώ, γελοιοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κωμῳδῶ κατά τα ρ. σε εύω. Ο τ. κουμουδεύω με κώφωση τού ω σε ου ] … Dictionary of Greek
κωμώδημα — κωμῴδημα, τὸ (Α) [κωμωδώ] αυτό που διακωμωδείται … Dictionary of Greek
προσκωμωδούμαι — έομαι, Μ [κωμωδῶ] γελοιοποιούμαι … Dictionary of Greek
συγκωμωδώ — έω, Α [κωμωδῶ] διακωμωδώ κάτι ή κάποιον από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
τρυγωδώ — έω, Α [τρυγῳδός] (κατά τον Ησύχ.) κωμωδώ … Dictionary of Greek